αδιάντροπος — η, ο αναιδής, ξετσίπωτος: Το φέρσιμό του ήταν αδιάντροπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιαντροπεύομαι — [αδιάντροπος] γίνομαι αναιδής, αναίσχυντος, αυθαδιάζω … Dictionary of Greek
ξεδιάντροπος — και ξαδιάντροπος, η, ο (Μ ξεδιάντροπος, η, ον) αναίσχυντος, αδιάντροπος. επίρρ... ξεδιάντροπα με ξεδιάντροπο τρόπο, αναίσχυντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + αδιάντροπος] … Dictionary of Greek
αδιαντροπία — η (Μ ἀδιαντροπία) (Ν και αδιαντροπιά) [αδιάντροπος] 1. έλλειψη ντροπής ή συστολής, αναισχυντία, αναίδεια, ξετσιπωσιά 2. αδιάντροπη πράξη ή λόγος … Dictionary of Greek
ανέντροπος — η, ο (Μ ἀνέντροπος, ον) νεοελλ. ο αδιάντροπος μσν. αυτός που δεν υπολογίζει, δεν σέβεται κάτι … Dictionary of Greek
αναίσχνυντος — –η, ο (Α ἀναίσχυντος, ον) αυτός που δεν ντρέπεται, αναιδής, αδιάντροπος αρχ. 1. (για πράγματα) αισχρός, απαίσιος, αποτρόπαιος 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀναίσχυντον η αναισχυντία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αἰσχύνομαι. ΠΑΡ. αναισχυντία,… … Dictionary of Greek
αναιδής — ες (Α ἀναιδής) αυτός που δεν έχει αιδώ, ντροπή, αδιάντροπος, αναίσχυντος, αυθάδης αρχ. 1. βίαιος, σκληρός, ανελέητος, άσπλαχνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναιδές αναίδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αἰδώς. ΠΑΡ. αναίδεια αρχ. ἀναιδίζομαι. ΣΥΝΘ. αρχ..… … Dictionary of Greek
αναπεπταμένος — η, ο (Α ἀναπεπταμένος, η, ον) [ἀναπετάννυμι] (κυρίως για επιφάνεια εδάφους, θάλασσας κ.λπ.) αυτός που δεν περιορίζεται από τίποτε, ανοικτός, απλωμένος, διάπλατος, απεριόριστος νεοελλ. 1. για μέρη που είναι εκτεθειμένα στους ανέμους, που δεν… … Dictionary of Greek
ανεντρόπιαστος — η, ο (Μ ἀνεντρόπιαστος, ον) νεοελλ. ο αδιάντροπος μσν. αυτός που δεν φέρει ντροπή … Dictionary of Greek
ανεπαίσχυντος — η, ο (AM ἀνεπαίσχυντος, ον) [επαισχύνομαι] αυτός που δεν έχει λόγο να ντρέπεται νεοελλ. (πράξη) που δεν προκαλεί ντροπή αρχ. αναίσχυντος, αδιάντροπος … Dictionary of Greek